- πάνδικος
- -ον, Αδίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ.β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.).επίρρ...πανδίκωςμε πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ-δικος].
Dictionary of Greek. 2013.